Εκδόσεις Τέρτιος . Τόμος 1ος .Κεφ. ΧΧ ( σελ. 130 – 142 ) .
Το μήνυμα της Επανάστασης του 21 βρίσκει τον Άθω να δονείται από ενθουσιασμό. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη και τα πνεύματα εξημμένα. Η διάδοση της συγκλονιστικής είδησης του απαγχονισμού του εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ ( 10 Απριλίου 1821), της τραγικής εκείνης μορφής της τόσο συνδεδεμένης με το Αγιο Όρος, η αναγγελία της Επανάστασης στο Μωριά και η μόνιμη τούρκικη τυραννία, είναι ισχυρά εναύσματα για ν’ ανάψουν τη μεγάλη πυρκαγιά.
Στον πυρετό της Επανάστασης οι Μονές παραχωρούν στους επαναστάτες τα κανόνια τους, πυρομαχικά και τρόφιμα, ενώ μετατρέπουν τα χαλκιάδικα σε οπλουργεία. Η Ιερά Κοινότητα συντονίζει τις ενέργειες όλες, κι αυτή συγκεντρώνει τα χρήματα του αγώνα. Ταυτόχρονα καλεί τον Εμμανουήλ Παπά, που βρίσκεται από το Μάρτιο του ίδιου έτους στη μονή Εσφιγμένου, να παραλάβει τα τρόφιμα και τα πολεμοφόδια.
Ήταν πολύ εντυπωσιακός ο ξεσηκωμός εκείνος και δεν επέτρεπε αμφιταλαντεύσεις. Ο καταδυναστευόμενος λαός έδιωχνε από τις προγονικές εστίες του το βάρβαρο καταπιεστή. Ένα θούριο, ποίημα Αγιορείτη υμνογράφου, ψάλλει εναντίον του «αιμοβόρου τυράννου Σουλτάν χασάπη» και προσανατολίζει τις συνειδήσεις των επαναστατών στην ένδοξη Ιστορία τους:
« Ναι, ω πατριώται μου, ας ορκισθώμεν
Ή να νικήσωμεν ή να χαθώμεν.
Θάνατος ο ένδοξος είν’ ίδιον ημών.
Γενναίοι οπλίται, μαζί πολεμείτε
Τους τυράννους φωνείτε : σηκτίριν μπουρτά !
………………………..
Ας επαναλάβωμεν κάθε φροντίδα
Να ελευθερώσωμεν φίλην πατρίδα
Και να ανακτήσωμεν την γην την πατρικήν.»
……………………………..
Αλλά και η Ιερά Κοινότητα, χωρίς ποιητική έξαρση, όπως ο παραπάνω στιχουργός, με ανυποχώρητη όμως σταθερότητα έγραφε προς όλους τους μοναχούς: «Να στεκώμεθα δια το καλόν του Κοινού μας έως θανάτου κατά χρέος…μάχου υπέρ Πατρίδος και Πίστεως.» Κι οι αντιπρόσωποι των Μονών μεταβαίνουν στα πεδία των μαχών και εμψυχώνουν τους μαχητές τους «εν όπλοις αδελφούς Κελλιώτας και άλλους» «ποτέ μεν με λόγους αδρούς και δραστηρίους , ποτέ δε δι’ υποσχέσεων μεγάλων εκκλησιαστικών βραβείων , ποτέ δε δια δόσεως…», «δια να πολεμούν όλοι με περισσότερον θάρρος και θερμότερον ενθουσιασμόν, και επομένως να καταβληθή ο εχθρός».
Επιστρατεύει έναν ασκητή «επιστήμονα κατασκαφής χανδακίων», «μάστορι τογραματζί» που εργαζόταν στον Αλή Πασά και στέλνει στη Βίγλα να επιστατήσει στη διάνοιξη τάφρων. Άλλος πάλι, ο Διονύσιος Πύρρος ο φαρμακοποιός, επιστρατεύεται για την κατασκευή πυρίτιδας. Επίσης επιστρατεύονται τοπζίδες, δραγουμάνοι, ράφτες, κανονιέροι.
Προσευχές διαβάζονται στους ναούς και κινούν σε συμπάθεια τη Μητέρα του Θεού: «Αφάνισον, Δέσποινα, τας εν τω μέσω ημών μνησικακίας, και χάρισαι ημίν αγάπην, ειρήνη, ομόνοιαν. …( οι τύραννοι) δια την μεγάλην αυτών απανθρωπίαν, εισίν άνθρωποι άσπλαγχνοι και λύκοι αχόρταστοι. Ελευθέρωσον ημάς τα τέκνα σου νυν Δέσποινα, ελευθέρωσον εκ των χειρών των Αγαρηνών και λύτρωσαι ημάς ταχέως εκ της πικράς και πολυχρονίου αιχμαλωσίας …»
Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο αγνός εκείνος και ανιδιοτελής πατριώτης, μετά την επίσημη ανακήρυξή του σε αρχιστράτηγο του αγώνα, κατά την τελετή που έγινε στο Πρωτάτο, μεταβαίνει στον Πολύγυρο, όπου κηρύσσει την Επανάσταση, στα επαναστατημένα ήδη χωριά της Χαλκιδικής. Ο στρατός του αποτελείται από 3.900 πολεμιστές. απ’ αυτούς οι 1000 τουλάχιστον είναι Αγιορείτες μοναχοί.
Δυό Μονές, η Εσφιγμένου και η Χελανδαρίου γίνονται τα προκεχωρημένα φυλάκια. Η Εσφιγμένου, έχοντας ηγούμενο τον Ευθύμιο, ιδιαίτερο γραμματέα του Αγίου Γρηγορίου του Ε’ Φιλικό και στενό συνεργάτη του Εμ. Παπά δίνεται ολόκληρη, με όλους τους μοναχούς της, στην Επανάσταση.
Εντός του Όρους, «με θέλημα του Άρχοντος (του Εμ. Παπά) και των Πατέρων του Όρους, εψηφίσθη ο κυρ Νικηφόρος (ο Ιβηρίτης) διοικητής και κριτής…, να κρίνη δηλ. και να διορθώνη τον καθένα με φόβον Θεού και διάκρισιν πολλήν, ως επίσταται».
Οι μέχρι χτες ταπεινωμένοι και εξουθενωμένοι ραγιάδες ορθώνονται απέναντι του τύραννου. Ένας ποταμός από γυμνά, κάτισχνα κορμιά, με φλογερές όμως καρδιές, ξεκινά ογκούμενος από την Κουμίτσα, περνά την Ιερισσό, το Χολομώντα, τη Γαλάτιστα, τα Βασιλικά, κυνηγώντας με ορμή τους πτοημένους Τούρκους, που βρίσκουν προστασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης: «όλα τα χωρία μας ευρίσκονται εις τα όπλα και κινούνται εναντίον του κοινού εχθρού του γένους και της πίστεως με μεγάλην θαρραλεότητα και ορμήν, ώστε οπού οι μουσουλμάνοι κυριεύονται από άκραν δειλίαν. Αναχωρούν αγεληδόν από τα χωρία των και δραπετεύουν με φόβον μεγάλον …»
Και σ’ όλες τις μάχες βρίσκεται παρών ο επίσκοπος Ιερισσού Ιγνάτιος ο Αγιορείτης που «συναγωνίζεται» με τους πολεμιστές, εμψυχώνοντάς τους. Τα χωριά των τούρκων γίνονται στάχτη: «έκαψαν και πολλά χωρία των αγαρηνών οι εδικοί μας…» ( πρόκριτοι Καλαμαριάς προς Εμ. Παπά, 2 Ιουνίου 1821) και οι επαναστάτες θριαμβεύουν: « είμεθα γυμνοί καθ’ όλα. Προχωρούμεν όμως, καίτοι αδύνατοι από τζιπχανέ ( = εφόδια), θριαμβευτικώς… Το στράτευμά μας, έως αυτήν την ώραν, επλησίασεν τριών ωρών μακρόθεν της Θνίκης » ( Ιω. Χ΄΄χρήστου προς Εμ. Παπά, 6 Ιουν.). Όλα βαίνουν καλώς: «εν ενί λόγω τρέχουν, Θεού συναιρομένου, τα πράγματα αισίως και κατά ρουν…» ( Γεδεών μον. και Δ. Νικολάου προς Εμ. Παπά , 3 Ιουν. )
Όμως όσοι συντονίζουν την Επανάσταση αρχίζουν ν’ ανησυχούν: «η ορμή των Ελλήνων είναι ακράτητος…πλην…η έλλειψις της μπαρούτης είναι το μόνον μέσον να εμποδίση και την ορμήν ταύτην» ( Εμ. Παπάς προς Σπετσιώτες, 12 Ιουν. ), ενώ οι ανάγκες αυξάνουν: «.. και ο τόπος έμεινεν ενταύθα εις μεγαλωτάτην ένδειαν από τα ανγκαία, ανθρώπους, δηλονότι, μπαρούτι, βόλια κ. α., κοντά εις τα οποία ολιγοστεύει και η ζωοτροφία μας. Ήδη ευρισκόμεθα εις μεγαλώτατον και προφανή κίνδυνον…» ( Ιερά Κοινότης προς Σπετσιώτες, 14 Ιουν. ) .
Οι Τούρκοι κατά τις επόμενες μέρες θ’ αντιληφθούν και θα πληροφορηθούν ότι πυρίτιδα υπάρχει λιγοστή στο στρατόπεδο των Ελλήνων: «μπαρούτι, το οποίον είναι πολλά σπάνιον και σχεδόν ελλειπές διόλου» ( Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν. ) . Έτσι οι όροι αντιστρέφονται. Οι αμυνόμενοι αρχίζουν να γίνονται οι επιτιθέμενοι: «…των ασεβών, των ελθόντων μέχρι Κομίτζης και καθ’ εκάστην με μέγα θράσος και αφοβίαν εφορμούντων. Επειδή κατέκαυσαν όλα τα χωρία και μετόχια, ομού με τους καρπούς… και τα μέγιστα απελπισθέντες ( οι επαναστάτες) ήρξαντο κατά μέρος δραπετεύειν …» (Ιερά Κοινότης προς Εμ. Παπά, 24 Ιουν.).
Οι υπερασπιστές, όσοι δεν πτοούνται – μοναχοί και λαϊκοί – «στέκονται αργοί, με το να μη έχουν φυσήκια» ( Ιερά Κοινότης προς Παπά , 26 Ιουν. ) Οι εχθροί πυρπολούν και την Ιερισσό, το τελευταίο προπύργιο της ηπειρωτικής Χαλκιδικής, πριν να εφορμήσουν στις Χερσονήσους: «…οι εχθροί μας ανεχώρησαν από Ερισόν, καίοντες διόλου το χωρίον» (πλοίαρχος Αθ. Μαργαρίτης προς Παπά, 13 Ιουλ. 1821).
Οι δύο όμως Χερσόνησοι παραμένουν ελεύθερες: «Κατά το παρόν καταπολεμούμεν τους εχθρούς εκ των δύο χερσονήσων, της τε Κασσάνδρας και του Αγίου Όρους, ερχομένους καθ’ εκάστην καθ’ ημών με ωμότητα και θηριωδίαν…» ( Παπάς προς Λ. Κουντουριώτη, 4 Αυγ. ).
Στα στρατόπεδα δεν είναι μόνο η έλλειψη των πυρομαχικών πιεστική, αλλά και των τροφίμων.
Όμως πιο τραγικό είναι η διχόνοια που εγείρεται μεταξύ των δύο αρχηγών: του Εμ. Παπά και του Ρήγα Μάνθου. Οι δύο άντρες έρχονται σε ρήξη κατά το τέλος Ιουλίου με άγνωστη έκβαση. Αλλά και όλες μαζί οι νίκες των επαναστατών έμελλε να υπερκεραστούν από μια και μόνο ήττα, εκείνη της 15 Σεπτ., στην αμυντική γραμμή της Κασσάνδρας.
Στο μεταξύ ο τούρκικος στρατός, ανοργάνωτος και ηττοπαθής, ενισχύεται κατά την προέλασή του με νέες δυνάμεις.
Κατά το τέλος Ιουλίου, παύεται ο Μπαϊράμ πασάς και τοποθετείται ο βαλής Θεσσαλονίκης Μεχμέτ Εμίν Αβδουλάχ πασά ή Αβδούλ Ρομπούτ ( το δεύτερο όνομα του έδωσε αφορμή να μετονομασθεί, με την αλλαγή κάποιων γρμμάτων, σε Εμπού Λουμπούτ = Ροπαλοφόρος).
Η τούρκικη επέλαση είναι σαρωτική. Στις 27 Οκτωβρίου (παλαιό ημερολόγιο) οι Τούρκοι εισέρχονται στον Πολύγυρο. Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται: διαδραματίστηκαν τέτοιες «σκηνές φρικτής ακολασίας και απανθρωπίας, που για δεκάδες χρόνια έμειναν ζωηρά χαραγμένες στη μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων».
Τρεις μέρες μετά (30 Οκτωβ.) διασπάται το αμυντικό τείχος της Κασσάνδρας και η χερσόνησος εκείνη παραδίνεται στις φλόγες.
Οι χριστιανοί έχουν καταφύγει έντρομοι στον Άθω, στον μόνο τόπο που δεν πάτησαν μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι. Οι ώρες είναι πολύ κρίσιμες και οι πολλαπλές μέριμνες της Ιεράς Κοινότητος επαυξάνουν την αγωνία της, να διαφυλάξει την ακεραιότητα του Τόπου και των 7.000 γυναικοπαίδων από τη Χαλκιδική και τα γύρω νησιά που βρίσκονται εδώ από την έναρξη της Επανάστασης.
Μια επιστολή της Ιεράς Κοινότητος προς τους Υδραίους (29 Ιουνίου) διεκτραγωδεί τις δραματικές εκείνες ώρες των όσων «ανδρών, γυναικών και παιδίων υπομαζίων», που έφθασαν «έως τους πρόποδας του κυρίου και δυσβάτου Άθωνος, ζητούντες με παθητικάς φωνάς και ελεεινοτάτην κατάστασιν, άρτον…»
Ο εχθρός βρίσκεται προ των πυλών και το σβύσιμο της χιλιόχρονης μοναχοπολιτείας επίκειται.
Έτσι, με την κλιση της πλάστιγγας υπέρ των Τούρκων, αρχίζει και η στροφή των Αγιορειτών προς τη διαλλαγή. Λοιπόν πρώτα ελευθερώνεται ο ζαπίτης του Όρους, ο οποίος ετηρείτο καθ’ όλο το διάστημα των επιχειρήσων, στη Μονή Κουτλουμουσίου. Ο ζαπίτης, άνθρωπος περιοριμένης διανοητικότητας και ανίδεος της εξέλιξης των πραγμάτων συντάσσει αμέσως γράμμα, καθ’ υπαγόρευση βέβαια, προς τη Μονή Εσφιγμένου (9 Νοεμβ.): να του στείλουν αμέσως δέσμιους «τον λεγόμενον Άρχοντα (τον Παπά δηλαδή) μετά του επαράτου και οπαδού του Νικηφόρου, τους οποίους να τους πιάσητε και να μου τους στείλετε, ομού και τον ηγούμενόν σας…»
Μια επιτροπή από δώδεκα μοναχούς στέλνεται στον Λουμπούτ (11 Δεκ.), που είχε στρατωνίσει στο χωριό Άγιος Μάμας, της επιτροπής είχε προηγηθεί 8μελής αντιπροσωπία. Η «προσκύνησις» φαίνεται να ήταν η μόνη λύση. Έχει δε το ελαφρυντικό ότι έγινε μετά τη μάχη της Κασσάνδρας και σκηνοθετήθηκε έτσι ώστε να θεωρηθούν ένοχοι μόνο ο Εμ. Παπάς, ο Νικηφόρος Ιβηρίτης και ο Ευθύμιος Εσφιγμενίτης. Ο πασάς πιστεύοντας ότι το Όρος είναι καλά οχυρωμένο, αμφέβαλλε για την ειλικρίνεια των προθέσεων της αγιορείτικης αντιπροσωπίας.
Τελικά, αφού διαπίστωσε την αλήθεια, αναφώνησε: «Εύγε σας καλογέροι, οπού προφθάσατε και με προσκυνήσατε…! »
Ο Λουμπούτ ήταν πολύ πονηρός και κέρδιζε περισσότερα με την τακτική της αλεπούς: έπρεπε πρώτα να γίνει κυρίαρχος της Χερσονήσου κι ύστερα ήξερε… Έτσι, σύμφωνα με περιγραφή του Δοσίθεου: «Εφαίνετο εις όλους γλυκύς, ήμερος, και όλος γεμάτος καλωσύνην. Το πρόσωπόν του έδειχνε εις τους ανθρώπους παντοίαν ευφροσύνην και χαράν και έλεγε προς τους καλογήρους οπού τον επροσκύνησαν ότι διόλου ας μη υποπτεύωνται, μήτε να φοβώνται και λυπούνται, καθότι τρεις ημέρας και όχι περισσότερον, οι άνθρωποί του θέλουν σταθεί εις το Όρος ».
Οι όροι που θέτει ο Τούρκος είναι επαχθέστατοι: 3.000 πουγγιά (από το λατινικό pugio, 1 πουγγί = 500 γρόσια) δηλαδή 1.500.000 γρόσια πολεμική αποζημίωση. Το τι αντιπροσωπεύει αυτό το ποσό φαίνεται αν συγκριθεί με τα 12.000 γρόσια μηνιαίο ναύλο μιας γολέτας «καλά αρματωμένης με κανόνια και λοιπά λιανά άρματα και με ναύτας στρατιώτας πεντήκοντα», να περισκοπεί τη Χερσόνησο «νύκτα τε και ημέραν».
Για την ασφαλή λήψη της αποζημίωσης ο Εμίν ζητά και δέκα έγκριτους Αγιορείτες μαζί με τις συνοδίες τους ως ομήρους στην Κωνσταντινούπολη, ενώ 100 μοναχούς, τους «μετοχιάριους» έχουν μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη. Επίσης ζητά να του παραδοθεί ο Εμ. Παπάς, ο οποίος κρυβόταν στο Όρος και το κρησφύγετό του γνώριζαν λίγοι. Το έργο της προδοσίας ο τούρκος αναθέτει στον Εσφιγμενίτη αρχιμ. Κύριλλο. Ο Κύριλλος συναντά τον Παπά και του αποκαλύπτει το σχέδιο του Λουμπούτ κι έτσι οι δυό τους αναχωρούν από το Όρος με πλοίο, όμως ο ήρωας της Επανάστασης, «από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνος» πεθαίνει κατά το ταξίδι «εξ αποπληξίας».
Ασφαλώς οι όροι θα ήταν σκληρότεροι αν η Ιερά Κοινότης δεν είχε τη σύνεση να ασφαλίσει τον καϊμακάμη του Όρους μαζί με τους υπαλλήλους του στη Μονή Κουτλουμουσίου καθόλο το διάστημα των πολεμικών επιχειρήσεων. Στο μεταξύ οι βάρβαροι ξεσπούν με εκδικητική μανία στον ανδρισμό της φυλής μας.
Κάποιες φράσεις από ένα έγγραφο της Ιεράς Κοινότητος (1 Μαρτίου 1822) είναι εν προκειμένω αποκαλυπτικές: οι τούρκοι οργώνουν το Όρος «ζητώντας άρματα και παιδιά…, περπατούν εις τα κελλιά από σπίτι σε σπίτι γυρεύοντας παιδιά …» και γι’ αυτό το λόγο οργανώνουν «τευτήσι» (αιφνίδιες έρευνες) στα σκηνώματα του Όρους.
Ο Λουμπούτ μετά την ανέλπιστη εκείνη νίκη και την ολοκληρωτική επικράτησή του στη Χαλκιδική προάγεται σε βεζύρη και στρατάρχη, ενώ ο σουλτάνος με γράμμα του προς αυτόν εκφράζει την ευαρέσκειά του, στέλνοντας του δώρο «μίαν χρυσοποίκιλτον ερραμμένην στολήν εκ μηλωτής ερμίνας, χάρμα των οφθαλμών, ως και μίαν σπάθην με αδαμαντοκόλλητον λαβήν».
Για την είσπραξη της αποζημίωσης ορίζεται ως εισπράκτορας ο άρχοντας στη Θεσσαλονίκη Βασματζής Σπανδωνής κι αργότερα ο γιος του Κωστάκης.
Ο γιος δεν ήταν του ηθικού αναστήματος του πατέρα του. Το αρχικό ποσό των 3.000 πουγγιών, πριν περάσει χρόνος βρίσκεται αυξημένο κατά 10%. Για τη γρήγορη και αποτελεσματική είσπραξη της αποζημίωσης, οι τούρκοι βασανίζουν τους όμηρους: «έδειραν όλους ανηλεώς και κατ’ εξοχήν τον κυρ Σπανδωνήν… και ευρίσκεται ημιθανής».
Μέχρι αυτή τη στιγμή πέθαναν και δύο μοναχοί από τα μαρτύρια. Τα μοναστήρια για να μπορέσουν να ξοφλήσουν το βαρύ τίμημα, πουλούν ό,τι έχουν ή πέφτουν στα δίχτυα εβραίων και τούρκων τοκογλύφων. Η ερήμωση του Όρους και της λοιπής Χαλκιδικής είναι τραγικά και αξιοθρήνητη: « Τι παιδείαι, τι τυραννίαι είναι εις τα λοιπά μοναστήρια δεν ημπορούμεν να σας παραστήσωμεν. Είναι σχεδόν απερίγραπτα».
Κι αλλού: «υπεμείναμεν πύργους, φυλακάς, δεσμά, άλυσες, κρεμάλες κατακέφαλα …κανείς δεν μας ελυπήθη…».
Ο αριθμός των μοναχών από «2.980 ονόματα» τον Αύγουστο του 1821 μειώθηκε σε λίγους μήνες κατά δύο τρίτα. Όλοι οι μοναχοί «δεν συμποσούνται ούτε εις χιλίους …άλλοι μεν τρέφονται εκ των ψιχίων των ταγινίων (ελλ. ταγή > τουρκ. Tayin = μερίδα, σιτηρέσιο) των στρατευμάτων και άλλοι με χόρτα μόνον …».
Είναι «μεγάλη η συμφορά και παντελής ο αφανισμός των εν αυτώ (Αγίω Όρει) ενασκούντων δυστυχισμένων πατέρων» αλλά και των μονών οι οποίες έφθασαν «εις τέλειον γονατισμόν».
Οι τούρκοι συνεχίζουν να «παιδεύουν, να τυραννούν τους ανθρώπους» και η Ιερά Κοινότης να προκαλεί το μαρτύριο: «αν είναι του βασιλέως να μας χαλάση, ας μας χαλάση μίαν ώρα πρωτύτερα…».
Σ’ άλλο γράμμα της η Ιερά Κοινότης γράφει στον Εμίν: «κόπιασε μόνος εις τα μοναστήρια και ό,τι εύρης πάρετα. Ημείς είμεθα ευχαριστημένοι να μας αφήσης με το υποκάμισο. ..»
Ο Άθως στενάζει, χωρίς να βρίσκει διαφυγή. Από την ημέρα της συνθηκολόγησης (15 Δεκ. 1821) βρίσκονται εγκατεστημένοι στο Όρος 3.000 τούρκοι οπλίτες. Στη Λαύρα μόνο εγκαθίστανται 372 καθώς και 61 άλογα. Όλοι αυτοί, απάνθρωποι και υπάνθρωποι, με το γνωστό αγέρωχο ύφος του βάρβαρου νικητή, τρέφονται από τις Μονές και υπηρετούνται από τους μοναχούς καθόλο το διάστημα των 100 μηνών που μένουν εδώ.